- Ὁμηρίδης
- Ὁμηρίδηςthe Homeridsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομηρίδης — ὁμηρίδης, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηρίδαι α) γενεά ραψωδών που κατοικούσε στη Χίο και θεωρούνταν ότι καταγόταν από τον Όμηρο, τού οποίου τα ποιήματα έψαλλε στις κοινές συνελεύσεις τών Ελλήνων β) ραψωδοί τού 6ου π.Χ. αιώνα που απήγγελλαν και… … Dictionary of Greek
Σκυλίτσης, Ομηρίδης Πέτρος — Πατριώτης, ο οποίος καταγόταν από τη Σμύρνη (1784 1872). Το 1822 στάλθηκε από την Κεντρική Διοίκηση στους Αρμένους της Κρήτης για να οργανώσει τον εκεί επαναστατικό αγώνα. Αφού πρωτοστάτησε στην εκπόνηση του «οργανικού νόμου» του νησιού, γύρισε… … Dictionary of Greek
Ὁμηρίδα — Ὁμηρίδᾱ , Ὁμηρίδης the Homerids masc nom/voc/acc dual Ὁμηρίδης the Homerids masc voc sg Ὁμηρίδᾱ , Ὁμηρίδης the Homerids masc gen sg (doric aeolic) Ὁμηρίδης the Homerids masc nom sg (epic) Ὁμηρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίδαι — masc nom/voc pl Ὁμηρίδης the Homerids masc nom/voc pl Ὁμηρίδᾱͅ , Ὁμηρίδης the Homerids masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίδας — Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδαι masc acc pl Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδης the Homerids masc acc pl Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδης the Homerids masc nom sg (epic doric aeolic) Ὁμηρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek
Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον — Μυστική οργάνωση που είχε συσταθεί στο Παρίσι το 1809 από μία ομάδα Ελλήνων και φιλελλήνων, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γρηγόριος Ζαλίκης ή Ζαλίκογλου, ο Στέφανος Χατζή Μόσχος, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Ομηρίδης Σκυλίτσης, ο Δημήτριος Κομνηνός, ο Σ.… … Dictionary of Greek
Ὁμηριδῶν — Ὁμηρίδαι masc gen pl Ὁμηρίδης the Homerids masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίδαις — Ὁμηρίδαι masc dat pl Ὁμηρίδης the Homerids masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия